Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κυβερνοχώρος ο [kivernoxóros] Ο18 : (πληροφ.) ένας εικονικός, πλασματικός χώρος που δημιουργείται με τη χρήση ηλεκτρονικού υπολογιστή και συνήθ. σε σύνδεση με το ίντερνετ.
[λόγ. κυβερν(ητική) -ο- + χώρος μτφρδ. αγγλ. cyberspace (cyber < cybernetics, δες στο κυβερνητική)]