Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κυβερνοχώρος
1 εγγραφή
κυβερνοχώρος ο [kivernoxóros] Ο18 : (πληροφ.) ένας εικονικός, πλασματικός χώρος που δημιουργείται με τη χρήση ηλεκτρονικού υπολογιστή και συνήθ. σε σύνδεση με το ίντερνετ.

[λόγ. κυβερν(ητική) -ο- + χώρος μτφρδ. αγγλ. cyberspace (cyber < cybernetics, δες στο κυβερνητική)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες