Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κτέρισμα
1 εγγραφή
κτέρισμα το [ktérizma] Ο49 (συνήθ. πληθ.) : κατά την αρχαιότητα, τα αντικείμενα τα οποία τοποθετούσαν στον τάφο μαζί με το νεκρό, αντικείμενα αξίας, καθημερινής χρήσης ή αγαπητά σ΄ αυτόν κατά τη διάρκεια της ζωής του.

[λόγ. εν. < αρχ. κτερίσματα τά]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες