Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κρούσμα το [krúzma] Ο48 : 1. κάθε ξεχωριστή περίπτωση προσβολής ενός ατόμου από επιδημική ασθένεια: Σημειώθηκαν / εμφανίστηκαν κρούσματα ηπατίτιδας στο σχολείο μας. || Aυξήθηκαν τα κρούσματα καρδιοπαθειών. 2. περίπτωση, γεγονός, συμβάν που έχει τη μορφή παράβασης ενός ηθικού ή ποινικού κώδικα, και το οποίο πρέπει να αντιμετωπιστεί πριν αρχίσει να εξαπλώνεται, σαν επιδημία: Έχουμε πολλά κρούσματα απειθαρχίας / ανυποταξίας στο σχολείο. Εμφανίστηκαν πολλά κρούσματα νοθείας και κερδοσκοπίας. || Σημειώθηκε νέο ~ λιποταξίας στο στρατό.
[λόγ. < ελνστ. κροῦσμα `χτύπημα΄]