Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κρουστός 1 -ή -ό [krustós] Ε1 : (μουσ.) κρουστό (μουσικό) όργανο, που παίζεται με κρούση, κυρίως ως ουσ. τα κρουστά, κατηγορία μουσικών οργάνων στα οποία ο ήχος παράγεται με κρούση.
[λόγ. < ελνστ. κρουστός & σημδ. γαλλ. instruments à percussion & γερμ. Schlaginstrumente (πληθ.)]
- κρουστός 2 -ή -ό : για ύφασμα με πολύ πυκνή ύφανση ή για πλεκτό πλεγμένο πολύ σφιχτά. || για ύφασμα σκληρό, ντούρο.
[κρούστ(α) -ός]