Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κρινολίνο το [krinolíno] Ο39 : είδος μακριάς και πολύ φαρδιάς γυναικείας φούστας, που ήταν της μόδας στα μέσα του 19ου αι., με κύριο χαρακτηριστικό το κωδωνοειδές σχήμα που το έδινε ένα εσωτερικό υποστήριγμα από οριζόντια και κάθετα χαλύβδινα ελάσματα.
[ιταλ. crinolino `βαμβακερό ύφασμα για κατασκευή κρινολίνων΄]