Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κρηπίδωμα το [kripíδoma] Ο49 : 1. βάση επάνω στην οποία δομείται ένα μνημειακό συνήθ. οικοδόμημα, κυρίως το τμήμα της βάσης που βρίσκεται επάνω από την επιφάνεια του εδάφους. 2. πλατφόρμα, αποβάθρα σιδηροδρομικού σταθμού.
[λόγ. < ελνστ. κρηπίδωμα (στη σημ. 1)]