Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κραχ
2 εγγραφές [1 - 2]
κραχ το [kráx] Ο (άκλ.) : ραγδαία υποτίμηση των χρηματιστηριακών αξιών: Tο ~ του 1929.

[λόγ. < γερμ. Krach (αρχική σημ.: `θόρυβος΄)]

κράχτης ο [kráxtis] Ο10 : (προφ.) 1. υπάλληλος καταστήματος, ιδίως νυκτερινού κέντρου ή χαρτοπαικτικής λέσχης, που προσπαθεί να προσελκύσει πελάτες εκθειάζοντας τα όσα προσφέρει το κατάστημα. 2. πουλί που χρησιμοποιείται από τους κυνηγούς για να προσελκύσει άλλα πουλιά με το κελάηδημά του. 3. το εκλεκτότερο μέρος του εμπορεύματος το οποίο προβάλλεται για να προσελκυστούν πελάτες· μόστρα1.

[ελνστ. κράκτης `φωνακλάς΄ μσν. σημ.: `διαλαλητής΄, με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες