Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κρανίο το [kranío] Ο39 : ο σκελετός της κεφαλής και ειδικότερα το οστέινο περίβλημα του εγκεφάλου: Tα οστά του κρανίου και τα οστά του προσώπου. Ο θόλος / η βάση του κρανίου. Kρανίου τόπος, ο Γολγοθάς και ως ΦΡ για ολοκληρωτική καταστροφή και ερήμωση ενός τόπου. ΦΡ τα παίρνω* στο ~. (απαρχ.) τρικυμία* εν κρανίω.
[λόγ. < αρχ. κρανίον]
- κρανιο- [kranio] & κρανιό- [kranió], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & κρανι- [krani], συνήθ. όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : α' συνθετικό σε σύνθετες κυρίως επιστημονικές λέξεις· δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό αναφέρεται στο ανθρώπινο συνήθ. κρανίο: ~γραφία, ~θρυψία, ~τομία, κρανιεκτομή, κρανιόμετρο· ~θραύστης, ~τόμος. || ~εγκεφαλικός.
[λόγ. < διεθ. crani(o)- < αρχ. ουσ. κρανίο(ν) ως α' συνθ.: κρανιο-μετρία < διεθ. cranio- + -metry = -μετρία, κρανιο-λογία < γαλλ. craniologie]
- κρανιοεγκεφαλικός -ή -ό [kranioengefalikós] Ε1 : που έχει σχέση με το κρανίο και με τον εγκέφαλο: Kρανιοεγκεφαλικές βλάβες / κακώσεις.
[λόγ. κρανιο- + εγκεφαλικός μτφρδ. αγγλ. craniocerebral (cranio- = κρανιο-)]