Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κουφάρι το [kufári] Ο44 : (λογοτ.) πτώμα ανθρώπου ή ζώου, συνήθ. άτα φο και σε αποσύνθεση: Tο πεδίο της μάχης ήταν σπαρμένο κουφάρια. H θάλασσα ξέβραζε κουφάρια. || (μτφ.): Kουφάρια δέντρων / πλοίων.
[μσν. κουφάρι(ον) < κούφ(ος δες στο κούφιος) -άρι(ον)]