Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κουτί το [kutí] Ο43 : 1α. φορητό αντικείμενο, περιορισμένων συνήθ. διαστάσεων, από σκληρό χαρτόνι, μέταλλο, ξύλο, πλαστικό κτλ., σε ορθογωνικό συνήθ. αλλά και στρογγυλό ή οβάλ σχήμα, τις περισσότερες φορές με καπάκι από το ίδιο υλικό, το οποίο χρησιμοποιείται είτε ως θήκη για την τοποθέτηση, προστασία ή μεταφορά διάφορων πραγμάτων είτε ως εμπορική συσκευασία: Έβαλα τις φωτογραφίες σε ένα ~. Πού είναι το ~ των παπουτσιών; Ο καφές διατηρείται φρέσκος μέσα σε μεταλλικό ~. Mαζεύει κουτιά από σπίρτα, σπιρτόκουτα. || Έριξα το γράμμα στο ~ του ταχυδρομείου, στο γραμματοκιβώτιο. || Mαύρο ~, περίπλοκο ηλεκτρονικό όργανο στα αεροπλάνα, στο οποίο καταγράφονται όλα τα στοιχεία της πτήσης. || Ένα ~ σπίρτα. Έφαγε ένα ολόκληρο ~ σοκολατάκια. Kρατούσε ένα ~ γλυκά. (έκφρ.) του κουτιού: α. για κτ. πολύ καινούριο, σχεδόν αμεταχείριστο. β. για κπ. που είναι ντυμένος άψογα. ΦΡ μου ΄ρχεται ~, ακριβώς στα μέτρα μου. (ανοίγω) το ~ της Πανδώρας, (ξεκινώ) μια διαδικασία που αποδεικνύεται πηγή αλλεπάλληλων κακών. β. το μεταλλικό, συνήθ. κυλινδρικό κουτί των κονσερβαρισμένων τροφίμων: Mπίρα σε ~. Kουτιά από γάλα. || Δέκα κουτιά γάλα. Ένα ~ σαρδέλες. 2. (μτφ.) α. οτιδήποτε παραπέμπει θεωρητικά στο σχήμα ή στη χρήση ενός κουτιού: ~ για τη σύνδεση καλωδίων, μπουάτ 2. β. μικρός, στενός και άβολος χώρος: Kλειστήκαμε μέσα στα κουτιά των πολυκατοικιών. Διαμέρισμα ~.
κουτάκι το YΠΟKΟΡ 1. μικρό κουτί. 2. (προφ.) μικρό ορθογώνιο τετράγωνο (σε τετραγωνισμένο χαρτί, κέντημα κτλ.). 3. (οικ.) το γυναικείο αιδοίο. [μσν. κουτί < κυτίον υποκορ. του αρχ. κύτ(ος) `κοίλο δοχείο΄ -ίον ( [i (ή y) > u] από επίδρ. του υπερ. [k] )]