Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κουρτίνα η [kurtína] Ο25 : είδος παραπετάσματος· μεγάλο και φαρδύ κομμάτι από ύφασμα που το κρεμούν μπροστά από ένα άνοιγμα (παράθυρο ή πόρτα) με τρόπο που να σχηματίζει πτυχές και να μπορεί να μετακινείται με τη βοήθεια κρίκων, γάντζων κτλ. και που σκοπό έχει να εμποδίσει ή να φιλτράρει το φως ή να απομονώσει ένα χώρο: Kρεμάω τις κουρτίνες. Aνοίγω / κλείνω / τραβώ τις κουρτίνες. Aνασήκωσε λίγο την άκρη της κουρτίνας. Διαφανείς / βαριές / δαντελένιες κουρτίνες. (έκφρ.) κατεβάζω τις κουρτίνες, απομονώνομαι από τους άλλους, παύω να μιλώ ή να συμμετέχω σε μια παρέα.
κουρτινάκι το YΠΟKΟΡ μικρή κουρτίνα που είναι στερεωμένη στο πλαίσιο του παραθύρου ή της πόρτας. κουρτινούλα η YΠΟKΟΡ. [μσν. κουρτίνα < κορτίνα ( [o > u] από επίδρ. του υπερ. [k] ) < ιταλ. cortina· κουρτίν(α) -ούλα]