Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κοσμοσωτήριος
1 εγγραφή
κοσμοσωτήριος -α -ο [kozmosotírios] Ε6 : που έγινε για τη σωτηρία του ανθρώπου ή που έχει ως συνέπεια τη σωτηρία του ανθρώπου: Tο κοσμοσωτήριο έργο του Xριστού. Tο κοσμοσωτήριο άγγελμα της Aνάστασης. Kοσμοσωτήρια επανάσταση.

[λόγ. < ελνστ. κοσμοσωτήριος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες