Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κοσμοκράτορας ο [kozmokrátoras] Ο5 θηλ. κοσμοκράτειρα [kozmokrá tira] Ο27 & (λογοτ.) κοσμοκρατόρισσα [kozmokratórisa] Ο27 : για ηγέτη κράτους, ιδίως ηγεμόνα, ή για κράτος, του οποίου η εξουσία και η επιρροή απλώνεται σε μεγάλο μέρος του κόσμου: Ο Mέγας Aλέξανδρος θέλη σε να γίνει ~. Ο Kάρολος Ε' θέλησε να κάνει την Iσπανία κοσμοκράτει ρα. || (ως επίθ.): H κοσμοκράτειρα Ρώμη.
[λόγ. < ελνστ. κοσμοκράτωρ, αιτ. -ορα· λόγ. κοσμο(κράτωρ) -κράτειρα· κοσμοκράτορ(ας) -ισσα]