Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κοσμοθεωρία η [kozmoθeoría] Ο25 : η συνολική άποψη για τη ζωή και τον κόσμο την οποία έχει διαμορφώσει κάποιος με βάση τα βιώματά του, την παιδεία του, την πολιτισμική του παράδοση, τις επιδράσεις που έχει δεχτεί από το περιβάλλον κτλ., και η οποία του υπαγορεύει κανόνες ζωής.
[λόγ. κοσμο- + θεωρία μτφρδ. γερμ. Weltanschauung]