Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κοσμηματοθήκη η [kozmimatoθíki] Ο30 : ειδική θήκη, συνήθ. σε σχήμα κουτιού, επενδυμένη με βελούδο, μετάξι κτλ., όπου φυλάγονται τα πολύτιμα συνήθ. κοσμήματα.
[λόγ. κοσμηματ- (κόσμημα) -ο- + -θήκη]