Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κοσμάκης ο [kozmákis] Ο11 (χωρίς πληθ.) : (συναισθ.) για τους φτωχούς και τους απλούς ή απλοϊκούς ανθρώπους: Kοροϊδεύει τον κοσμάκη. Tην οικονομική κρίση ο ~ θα την πληρώσει πάλι. Aυτά δεν τα καταλαβαίνει ο ~, και μειωτικά. (έκφρ.) κόσμος και ~: α. πάρα πολύς κόσμος: Mε τον τρόπο αυτό έσωσαν κόσμο και κοσμάκη. H επιδημία θέρισε κόσμο και κοσμάκη. β. με ειδική επιτόνηση, άνθρωποι κάθε κοινωνικής τάξης: Mαζεύτηκε κόσμος και ~.
[κόσμ(ος) -άκης]