Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κορύφωση η [korífosi] Ο33 : η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του κορυφώνω: ~ των εκδηλώσεων ήταν η μεγάλη στρατιωτική παρέλαση.
[λόγ. < ελνστ. κορύφω(σις) `ανακεφαλαίωση΄ -ση κατά τη σημ. του κορυφώνω]