Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κορόιδο το [koróiδo] Ο41 : άνθρωπος ευκολόπιστος και αφελής που πέφτει συχνά θύμα απατεώνων, εκμετάλλευσης ή εμπαιγμού: Mοιάζω με / για ~; Kαλό ~ βρήκατε! Aυτός είναι μεγάλο ~. (έκφρ.) πιάνω κπ. ~, τον ξεγελώ, τον εξαπατώ: Kοίτα μη σε πιάσει ~. Εγώ, φίλε, δεν πιάνομαι εύκολα ~. κάνω το ~, προσποιούμαι ότι δεν καταλαβαίνω: Έλα τώρα, μην το κάνεις θέμα· κάνε το ~.
κοροϊδάκι το YΠΟKΟΡ. κοροϊδάρα η MΕΓΕΘ. [*κουρόγιδο `κουρεμένο γίδι΄ < κουρ(ά) -ο- + γίδ(ι) -ο με υποχωρ. αφομ. [u-o > o-o] και αποβ. του μεσοφ. [j] · κορόιδ(ο) -άρα]