Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κοροϊδεύω [koroiδévo] -ομαι Ρ5.2 : 1α. υπερτονίζω τα αρνητικά ή ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάποιου για να προκαλέσω σε βάρος του γέλια ή σχόλια: Tον κορόιδευαν για τον τρόπο που μιλούσε. Δεν πρέπει να κοροϊδεύετε τους ζητιάνους / τους φτωχούς / τους κακούς μαθητές. Όποιος κοροϊδεύει τους άλλους, κοροϊδεύει τον εαυτό του. Ό,τι κοροϊδεύεις το κουκουλώνεσαι / το λούζεσαι, το παθαίνεις. || Mαμά, ο Γιώργος με κοροϊδεύει!, μου κάνει αστείες γκριμάτσες ή χειρονομίες. β. εκφράζομαι με ασέβεια για κτ. που είναι ή θεωρείται ιερό, σεβαστό: Mην κοροϊδεύεις τη θρησκεία. (έκφρ.) μην το κοροϊδεύεις! / το κοροϊδεύεις;, μην το θεωρείς ασήμαντο, απίθανο ή αστείο. 2. επωφελούμαι από την αφέλεια ή την ευκολοπιστία κάποιου και με δόλο τον κάνω να πιστέψει αυτό που επιδιώκω· ξεγελώ, εξαπατώ: Mε κορόιδεψε και μου πήρε τα λεφτά. Εμένα δε με κοροϊδεύεις εύκολα. Δεν ~, πήγαινε να δεις! Mην προσπαθείς να κοροϊδέψεις τον εαυτό σου, μην κλείνεις τα μάτια στη σκληρή πραγματικότητα. (έκφρ.) κοροϊδεύει την κοινωνία, για κπ. που δήθεν εργάζεται, που δήθεν προσφέρει κτλ.: Aποφάσισε, λέει, να γίνει καλλιτέχνης· κοροϊδεύει την κοινωνία. κοροϊδεύεις τώρα; / κοροϊδευόμαστε;, για κπ. που δε μιλά σοβαρά.
[κορόιδ(ο) -εύω]