Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κοράλλι το [koráli] Ο44 : κοιλεντερωτό θαλάσσιο ζώο, το οποίο αναπτύσσεται σε βάθος εξήντα έως εκατόν πενήντα μέτρων και σχηματίζει αποικία πολυπόδων επάνω σε ασβεστολιθικό άξονα, συνήθ. κόκκινο ή λευκό. || το υλικό από τους κλάδους του ομώνυμου ζώου από το οποίο κατασκευάζονται κοσμήματα.
[μσν. κοράλλιν < ελνστ. κοράλλιον (ανατολ. προέλ.)]
- κοραλλί [koralí] Ε (άκλ.) : που έχει το ζωηρό κόκκινο χρώμα του κοραλλιού: Mια μπλούζα ~. || (ως ουσ.) το κοραλλί, το κοραλλί χρώμα.
[κοράλλ(ι) -ί 4]
- κοραλλιογενής -ής -ές [koraliojenís] Ε10 : για γεωλογικούς σχηματισμούς οι οποίοι έχουν δημιουργηθεί από τους απολιθωμένους σκελετούς κοραλλιών: Kοραλλιογενή νησιά. Kοραλλιογενείς ύφαλοι. Kοραλλιογενές σπήλαιο.
[λόγ. κοράλλι(ον) -ο- + -γενής απόδ. γαλλ. corallien]