Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κονσέρβα
4 εγγραφές [1 - 4]
κονσέρβα η [konsérva] Ο25 : 1α. τροφή που έχει υποστεί ειδική επεξεργασία και που είναι συσκευασμένη σε αεροστεγώς κλεισμένο μεταλλικό κουτί, για να διατηρείται μεγάλο χρονικό διάστημα χωρίς να υφίσταται αλλοίωση: Λαχανικά σε ~. Ψάρι / κρέας κονσέρβας. Έχω πάντα μερικές κονσέρβες για ώρα ανάγκης. β. το ειδικό μεταλλικό κουτί μέσα στο οποίο υπάρχει η τροφή. 2. (μτφ., προφ.) ως χαρακτηρισμός: α. τηλεοπτικής εκπομπής η οποία δε μεταδίδεται ζωντανή, αλλά μαγνητοσκοπημένη. β. τυποποιημένων γνώσεων, ιδεών, απόψεων κτλ.

[ιταλ. conserva `φρούτα διατηρημένα με ζάχαρη΄ κατά τη σημ. του γαλλ. conserve (διαφ. το συγγ. μσν. κοσέρβα `καράβια που προστατεύουν το ένα το άλλο΄ < ιταλ. conserva)]

κονσερβαρίζω [konservarízo] -ομαι Ρ2.1 : κονσερβοποιώ, κυρίως στη μππ. κονσερβαρισμένος: Kονσερβαρισμένα τρόφιμα.

[κονσερβάρ(ω) -ίζω μεταπλ. με βάση το συνοπτ. θ. κονσερβαρισ-]

κονσερβάρισμα το [konservárizma] Ο49 : η κονσερβοποίηση.

[κονσερβάρ(ω) -ισμα]

κονσερβάρω [konserváro] -ομαι Ρ6 : κονσερβοποιώ.

[κονσέρβ(α) -άρω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες