Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κομπορρημονώ [komborimonó] Ρ10.9α : (λόγ.) περιαυτολογώ, εκθειάζω υπαρκτά ή ανύπαρκτα προτερήματα, επιτεύγματα ή επιτυχίες μου με τρόπο υπερβολικό και προκλητικό· κομπάζω.
[λόγ. κομπορρημον- (δες κομπορρήμονας) -ώ]