Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κομπιούτερ ο [kombjúter & kompxúter] & κομπιούτερ το [kombjúter & kompxúter] Ο (άκλ.) : ο ηλεκτρονικός υπολογιστής.
κομπιουτεράκι το YΠΟKΟΡ 1. για ηλεκτρονικό υπολογιστή. 2. μικρή, φορητή μηχανική συσκευή που εκτελεί αριθμητικές πράξεις. [λόγ. < αγγλ. computer (ουδ. επειδή είναι ξένο και άκλιτο και αρσ. κατά το συν. ο υπολογιστής)]
- κομπιουτεράκιας ο [kombjuterákas & komp
uterákas] Ο4 πληθ. κο μπιου τεράκηδες : αυτός που ασχολείται συνήθ. επαγγελματικά με τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές. [κομπιούτερ -άκιας]
- κομπιουτεράς ο [kombjuterás & kompxuterás] Ο1 : αυτός που ασχολείται συνήθ. επαγγελματικά με τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές.
[κομπιού τερ -άς]