Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κομμουνισμός ο [komunizmós] Ο17 : κοινωνικοοικονομική θεωρία και σύστημα που πρεσβεύει την κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας και των κοινωνικών τάξεων, ως τελικό στάδιο του μετασχηματισμού της κοινωνίας σε μια κοινωνία ισότητας: Σοβιετικός / κινεζικός / βαλκανικός ~. H κατάρρευση του κομμουνισμού, των κομμουνιστικών καθεστώτων.
[λόγ. < γαλλ. communisme (-isme = -ισμός)]