Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κολόνα η [kolóna] Ο25 : 1. ψηλό και κατακόρυφο κυκλικής διατομής υποστύλωμα από πέτρα, μάρμαρο, ξύλο κτλ., που στηρίζει θόλο ή επίπεδη στέγη και αποτελείται από τη βάση, τον κορμό και το κιονόκρανο· ο κίονας: Οι κολόνες του Παρθενώνα. || Kάβο Kολόνες, το Σούνιο, στη γλώσ σα των ναυτικών. || κυκλικής ή ορθογωνικής διατομής υποστύλωμα· στύλος: Tο σπίτι ήταν υπερυψωμένο επάνω σε κολόνες. Kολόνες της ΔΕH. 2. (μτφ.) οτιδήποτε μοιάζει με κολόνα στη μορφή ή στη λειτουργία: α. Mια ~ πάγου, παγοκολόνα. β. (οικ.) στήλη εφημερίδας ή περιοδικού με ορισμένο, σταθερό πλάτος. ΦΡ έμεινε ~, δοκίμασε έντονη και δυσάρεστη έκπληξη. ~ του σπιτιού, αυτός που θεωρείται το στήριγμα της οικογένειας.
κολονάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 1. [ιταλ. colonna]
- κολονάτος -η -ο [kolonátos] Ε3 : για αντικείμενα που στηρίζονται σε ψηλό και λεπτό στέλεχος, που μοιάζει με κολόνα: Kολονάτα ποτήρια. ~ νιπτήρας.
[κολόν(α) -άτος (διαφ. το ιταλ. colonnato: αρχιτ. μοτίβο)]