Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κολυμβήθρα η [kolimvíθra] Ο25 : εκκλησιαστικό σκεύος το οποίο χρησιμοποιείται κατά το μυστήριο της βαπτίσεως. ΦΡ ~ του Σιλωάμ, για κτ. το οποίο θεωρείται ότι εξαγνίζει ή θεραπεύει όσους προσφεύγουν σ΄ αυτό.
[λόγ. < μσν. κολυμβήθρα (προφ. [mb], πρβ. κολυμπήθρα), αρχ. σημ.: `χώρος για κατάδυση, πισίνα΄]