Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κολλυβογράμματα τα [kolivoγrámata] Ο49 : (προφ.) πρώτες και υποτυπώδεις γνώσεις γραφής και ανάγνωσης: Mε τα λίγα ~ που ξέρει, πού να βρει δουλειά όπως τη θέλει;
[μσν. κολλυβογράμματα < κόλλυβ(α) -ο- + γράμματα (από την εντύπωση του “λίγου” που δίνουν τα κόλλυβα)]