Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κολιμπρί το [kolimbrí] Ο43 & κολίμπρι το [kolímbri] Ο44 : κοινή ονομασία για ένα πολύ μικρό στο μέγεθος εξωτικό πουλί, με πολύχρωμο φτέρωμα και μακρύ ράμφος.
[λόγ. < γαλλ. colibri (από γλ. της Καραϊβικής)· λόγ. κολίβριον < γαλλ. colibr(i) -ιον (ορθογρ. δαν.) και προσαρμ. στη δημοτ. με αποφυγή της χασμ. ( [v > b] κατά τον τ. κολιμπρί)]