Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κολίγας
1 εγγραφή
κολίγας ο [kolíγas] Ο2 & κολίγος ο [kolíγos] Ο18 : αγρότης που δούλευε σε τσιφλίκι με συνθήκες εξαρτημένης εργασίας και που έπαιρνε ως αμοιβή μέρος της παραγωγής.

[μσν. κολλίγας (ορθογρ. απλοπ.) < λατ. collega `σύντροφος, συνέταιρος΄ (η σημερ. σημ. ίσως μσν.)· λόγ.(;) μεταπλ. -ας > -ος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες