Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κολάι το [kolái] Ο (άκλ.) : (οικ.) η ευκολία, η άνεση με την οποία κάνω κτ., κυρίως σε εκφράσεις παίρνω / βρίσκω το ~, εξοικειώνομαι στην εκτέλεση μιας εργασίας ή στην αντιμετώπιση μιας κατάστασης: Στην αρχή δυσκολεύτηκε πολύ να συνηθίσει τους ρυθμούς της δουλειάς αλλά τώρα πήρε το ~. κάθε δουλειά θέλει το ~ της, έχει τον ιδιαίτερο ρυθμό ή τρόπο για να εκτελεστεί εύκολα και σωστά. κάνω κτ. με ~, αργά, χωρίς βιασύνη, με την άνεσή μου.
[τουρκ. kolay]