Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κοιτίδα
1 εγγραφή
κοιτίδα η [kitíδa] Ο26 : ο τόπος στον οποίο γεννήθηκε και όπου για πρώτη φορά καλλιεργήθηκε και αναπτύχθηκε κτ.: H Ελλάδα είναι ~ του πολιτισμού, το λίκνο.

[λόγ. < ελνστ. κοιτίς, αιτ. -ίδα `μικρό καλάθι, η κιβωτός του Νώε΄ σημδ. γαλλ. berceau]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες