Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κοινωνός
1 εγγραφή
κοινωνός ο [kinonós] Ο17 θηλ. κοινωνός [kinonós] Ο34 : (λόγ.) που συμμετέχει σε κτ., συμμέτοχος ή απλώς γνώστης: Tον έκανε κοινωνό της υπόθεσης.

[λόγ. < αρχ. κοινωνός· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες