Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κοινοπραξία η [kinopraksía] Ο25 : συνένωση συγγενικών οικονομικών δραστηριοτήτων, που ασκούνται από φυσικά ή νομικά πρόσωπα με σκοπό τον έλεγχο της δραστηριότητας και την εξουδετέρωση του μεταξύ τους ανταγωνισμού· (πρβ. καρτέλ): ~ φορτηγών αυτοκινήτων / ατμοπλοϊκών σκαφών. ~ άνθρακα και χάλυβα.
[λόγ. < μσν. κοινοπραξία < ελνστ. κοινοπραγία κατά το σχ.: αρχ. εὐπραγία - εὐπραξία]