Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κοάζω
1 εγγραφή
κοάζω [koázo] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : για βάτραχο, βγάζω φωνή, κάνω κοάξ κοάξ.

[λόγ. κο(άξ) -άζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες