Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κλωνοποίηση η [klonopíisi] Ο33 : (βιολ.) μέθοδος αναπαραγωγής οργανισμού (ή κυττάρου) από ένα μόνο άτομο με αποτέλεσμα να είναι γενετικά ταυτόσημο(ς) με αυτό· κλωνισμός: Οι απόψεις σχετικά με την ~, ιδιαίτερα όσον αφορά το ηθικό επίπεδο, διίστανται.
[λόγ. κλών(ος) 2 -ο- + -ποίηση μτφρδ. αγγλ. cloning < αγγλ. clone = κλώνος 2]