Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κλοπή η [klopí] Ο29 : η ενέργεια του κλέβω· η αφαίρεση και ιδιοποίηση πράγματος που δε μας ανήκει, πράξη που γίνεται κρυφά ή με τη βία, με δόλο ή με απάτη: Είναι ύποπτη για την ~ των κοσμημάτων / των χρημάτων. || Tρεις χιλιάδες δραχμές το ποτό, είναι καθαρή ~!, αισχροκέρδεια. || ~ πνευματικής ιδιοκτησίας, ιδιοποίηση ξένου πνευματικού έργου.
[λόγ. < αρχ. κλοπή]