Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κλινική η [klinikí] Ο29 : 1. αυτοτελές τμήμα νοσοκομείου, στο οποίο γίνεται η διάγνωση και η θεραπεία περιστατικών ορισμένης ειδικότητας: Παιδιατρική ~. Ψυχιατρική ~. 2. ιδιωτικό νοσηλευτικό ίδρυμα το οποίο περιλαμβάνει τμήματα διάφορων ειδικοτήτων ή μίας μόνο ειδικότητας: Γενική ~. Mαιευτική ~.
[λόγ. < γαλλ. clinique & αγγλ. clinic (στις νέες σημ.) < ελνστ. κλινικός]
- κλινικός -ή -ό [klinikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στην κλινική ιατρική, δηλαδή στην εφαρμογή της ιατρικής διδασκαλίας και πρακτικής σε ασθενείς: ~ γιατρός, που ασκεί την ιατρική ασχολούμενος άμεσα με τους ασθενείς, σε αντιδιαστολή προς τον εργαστηριακό γιατρό. Kλινική εξέταση. Kλινική διάγνωση, που στηρίζεται μόνο στην εξέταση του γιατρού, χωρίς εργαστηριακά δεδομένα. Kλινικά συμπτώματα. Kλινικό εύρημα, που γίνεται αντιληπτό, που διαπιστώνεται μόνο με ιατρική διάγνωση / εξέταση. || ~ θάνατος, απουσία των κλινικών χαρακηριστικών της ζωής, ειδικά της καρδιακής και αναπνευστικής λειτουργίας, ενώ οι λειτουργίες του μεταβολισμού δεν έχουν ακόμη διακοπεί. Kλινική Ψυχολογία, κλάδος της ψυχολογίας που ασχολείται με τη θεραπεία και τη διάγνωση των ψυχικών και διανοητικών διαταραχών. || (μτφ., ειρ.) κλινική περίπτωση, παθολογική, που δεν επιδέχεται θεραπεία: Είναι κλινική περίπτωση ηλιθίου.
κλινικά ΕΠIΡΡ: ~ νεκρός, στον οποίο έχει επέλθει ο κλινικός θάνατος. [λόγ. < γαλλ. clinique (στις νέες σημ.) < ελνστ. κλινικός `γιατρός που επισκέπτεται τους ασθενείς στο κρεβάτι τους΄]