Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κλεισούρα η [klisúra] Ο25α : 1. η ιδιάζουσα και όχι ευχάριστη μυρωδιά ενός χώρου ο οποίος έχει παραμείνει κλειστός για μεγάλο χρονικό διάστημα, χωρίς να αερίζεται: Mυρίζει ~ εδώ μέσα! 2. η συνεχής παραμονή στο σπίτι για μεγάλο χρονικό διάστημα, χωρίς έξοδο για διασκέδαση, για ψυχαγωγία: Δεν αντέχω πια την ~. Tην έφαγε η ~. 3. στενή ορεινή διάβαση· δερβένι.
[μσν. κλεισούρα `πέρασμα ανάμεσα σε δύο βουνά΄ < υστλατ. clausura παρετυμ. κλεισ- (κλείνω) (λατ. claudo = κλείνω)]