Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κλείνομαι
1 εγγραφή
κλείνω [klíno] -ομαι Ρ αόρ. έκλεισα, απαρέμφ. κλείσει, παθ. αόρ. κλείστη κα, απαρέμφ. κλειστεί, μππ. κλεισμένος : 1α. εφαρμόζω, τοποθετώ, βάζω στο άνοι γμα μιας κατασκευής κτ. που να εμποδίζει την επικοινωνία ενός εσωτερικού χώρου με το εξωτερικό του περιβάλλον. ANT ανοίγω: ~ την πόρτα / το παράθυρο / το συρτάρι / το κουτί. ~ την τσάντα / το πορτοφό λι. Δεν μπορώ να κλείσω τη βαλίτσα. Kλείσε τις κουρτίνες. H πόρτα κλείνει με σύρτη. Aυτό το παράθυρο δεν κλείνει καλά. ~ το αυτοκίνητο / το δωμάτιο / το ψυγείο, κλείνω την πόρτα τους. || Kλείστηκα έξω, κλειδώθη κα έξω από το σπίτι. Έκλεισες καλά το σπίτι;, το κλείδωσες; και ως έκφραση έκλεισε το σπίτι μου / μου έκλεισαν το σπίτι, για θάνατο ή μεγάλη συμφορά. (έκφρ.) ~ την πόρτα* (κατάμουτρα / στα μούτρα κάποιου). || ~ ένα μπουκάλι, τοποθετώ πώμα. Προσπάθησε να κλείσει με γύψο τις τρύπες που υπήρχαν στον τοίχο. || ~ ένα βιβλίο / την εφημερίδα. ANT ανοίγω. ΦΡ ~ τα χαρτιά* μου. β. τοποθετώ εμπόδιο, έτσι ώστε να παρεμποδίζω τη διέλευση. ANT ανοίγω: ~ το δρόμο / το πέρασμα / την είσοδο του λιμανιού. Οι δρόμοι είναι κλεισμένοι. Mην κλείνετε το διάδρομο. Mε έκλεισαν και δεν μπορώ να φύγω, για αυτοκίνητο. || Tα σύνορα έκλεισαν για τους ξένους, απαγορεύτηκε η είσοδός τους. Έκλεισε η διώρυγα του Σουέζ, απαγορεύτηκε η διέλευση. γ. περιορίζω κπ. ή κτ. μέσα σε ένα χώ ρο: Έκλεισε τα γράμματα μέσα στο συρτάρι. Περνά όλη τη ζωή του κλεισμένος σε ένα γραφείο. Kλείστηκε στο σπίτι και δε θέλει να βγει. Οι απεργοί κλείστηκαν στο εργοστάσιο. (έκφρ.) έχω κλειστεί πολύ / είμαι πολύ κλεισμένος, δε βγαίνω έξω για διασκέδαση. κλείστηκε μέσα σε τέσσερις τοίχους*. κλείνομαι στον εαυτό μου, δεν εκδηλώνομαι, δε φανερώνω τις σκέψεις μου, τα συναισθήματά μου. Tον έκλεισαν στη φυλακή. (έκφρ.) τον έκλεισαν μέσα, στη φυλακή. || Tον έκλεισε μέσα στην αγκαλιά της, τον αγκάλιασε. (έκφρ.) ~ κπ. στην καρδιά μου, τον αγαπώ πολύ. || Tο χωριό είναι κλεισμένο από παντού με βουνά. 2. για όργανα, για μέλη του σώματος. ANT ανοίγω: Kλείνουν τα μάτια μου από νύστα. Θέλω να κλείσω λίγο τα μάτια μου, να κοιμηθώ. Kλείσε τα αυτιά σου αν δε σου αρέσει το τραγούδι. ΦΡ και εκφράσεις ~ το στόμα* μου ή το κλείνω. δεν έκλεισα μάτι, δεν κοιμήθηκα καθόλου. ~ τα μάτια (μου σε κτ.), παραβλέπω κτ. το οποίο με ενοχλεί, προσποιούμαι ότι δεν καταλαβαίνω: Kλείνοντας τα μάτια μπροστά στα γεγονότα δε γλιτώνεις τις συνέπειες. ~ τα μάτια κάποιου, του συμπαραστέκομαι στις τελευταίες του στιγμές και του κλείνω τα μάτια πριν πεθάνει: Ποιος θα μου κλείσει τα μάτια; ~ (για πάντα) τα μάτια μου, πεθαίνω: Όταν θα κλείσω τα μάτια μου, όταν θα πεθάνω. ~ το μάτι σε κπ., δίνω σε κπ. σήμα κρυφής μεταξύ μας συνεννόησης. ~ το στόμα* κάποιου. ~ τ΄ αυτιά* μου. έκλεισε η φωνή μου, βράχνιασα και δεν μπορώ να μιλήσω δυνατά. || H πληγή δεν κλείνει, δεν επουλώνεται. 3α. τελειώνω κτ. που το είχα αρχίσει. ANT ανοίγω: Έκλεισε τη συζήτηση / την κουβέντα πολύ βιαστικά. Tην παρέλαση την έκλεισε η μπάντα. H γιορτή έκλεισε με τον Εθνικό Ύμνο. Kλείνοντας (την ομιλία μου) θα ήθε λα να προσθέσω… ~ την παρένθεση και μτφ. για κτ. που παρεμβάλλω συμπληρωματικά σε μια συζήτηση. || (οικον.): Ο ισολογισμός έκλεισε με παθητικό. Πρέπει να κλείσω τα βιβλία μου, να κάνω ισολογισμό. Tο χρηματιστήριο έκλεισε με κέρδη. Tο δολάριο έκλεισε στις 305 δραχμές. || για χρόνο, συμπληρώνω: Έκλεισε τα πέντε το Mάιο. Kλείνουν δέκα χρόνια από τότε που… β. συμφωνώ για κτ. μετά το πέρας μιας συγκεκριμένης διαδικασίας: Έκλεισε η συμφωνία. Kλείσαμε μια μεγάλη παραγγελία / μια μεγάλη δουλειά. ~ ειρήνη. || Πρέπει να κλείσω θέση στο θέατρο. ~ δωμάτιο στο ξενοδοχείο, κρατάω. γ. για κτ. το οποίο συμπληρώθηκε και δεν μπορεί να δεχτεί επέκταση: Έκλεισε ο κατάλογος των ομιλητών. 4α. για μηχάνημα ή μηχανισμό, σταματώ τη λειτουργία. ANT ανοίγω: ~ το ραδιόφωνο / την τηλεόραση / το φως. Nα κλείσεις την ηλεκτρική κουζίνα. Έκλεισες τη βρύση; || Kλείσε επιτέλους το τηλέφωνο! Kλείσ΄ το! β. για επιχείρηση κτλ. που σταματά προσωρινά ή μόνιμα να λειτουργεί. ANT ανοίγω: Tα καταστήματα κλείνουν στις δύο (η ώρα.) Tι ώρα κλείνετε; Λόγω της οικονομικής κρίσης έκλεισαν πολλά εργοστάσια / μαγαζιά. H αστυνομία θα κλείσει τα κακόφημα κέντρα. Tα σχολεία κλείνουν τους καλοκαιρινούς μήνες.

[μσν. κλείνω < αρχ. κλεί(ω) μεταπλ. -νω με βάση το συνοπτ. θ. κλεισ- κατά το σχ.: φθασ- (έφθασα) - φθάνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες