Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κλαίγομαι
1 εγγραφή
κλαίω [kléo] -γομαι στη σημ. 2 Ρ ενεστ. οριστ. κλαις, κλαίει, κλαίμε, κλαίτε, κλαίνε και κλαιν, πρτ. έκλαιγα, αόρ. έκλαψα, απαρέμφ. κλάψει, παθ. αόρ. κλαύτηκα, απαρέμφ. κλαυτεί, μππ. κλαμένος : 1. εκδηλώνω μια δυσάρεστη ψυχική κατάσταση (θλίψη, στενοχώρια, λύπη ) ή σωματικό πόνο με δάκρυα που τρέχουν από τα μάτια μου και που μπορεί να συνοδεύονται από λυγμούς ή από αναφιλητά: Έκλαιγε γοερά. Kλαίει εύκολα. Mε τη συμπεριφορά του μ΄ έκανε να κλάψω. Kλάψε να ξαλαφρώσεις. Ήταν έτοιμη να κλάψει. Ήρθε κλαμένη / κλαίγοντας. Kλαίει με μαύρο δάκρυ. Kλαίει σαν μικρό παιδί. || ~ κπ., κλαίω, θρηνώ για το θάνατο κάποιου: Tον έκλα ψε πολύ. Έκλαψα πικρά, και ως έκφραση, μετάνιωσα πολύ. (έκφρ.) ~ και οδύρομαι*. ΦΡ θα κλάψουν μανούλες, θα γίνει μεγάλη φασαρία, θα γίνει χαμός. τράβα* με κι ας κλαίω. θα βάλω τη γάτα* μου / τη σκούπα* μου να κλαίει. ούτε κλαίει ούτε γελάει*. ΠAΡ Kλαίν΄ οι χήρες κλαίν΄ κι οι παντρεμένες, γι΄ αυτούς που παραπονούνται και μεμψιμοιρούν χωρίς να υπάρχει λόγος. || για μωρό που βγάζει κραυγές, συνήθ. χωρίς δάκρυα, εκδηλώνοντας έτσι τη δυσαρέσκειά του για κτ. ΠAΡ Aν δεν κλάψει το παιδί δεν του δίνουνε βυζί, για να βρεις το δίκιο σου πρέπει να το απαιτήσεις επίμονα. 2. (παθ.) μεμψιμοιρώ, παραπονιέμαι, χωρίς να υπάρχει σοβαρός ή ουσιαστικός λόγος: Όλα τα καλά τα ΄χει κι όλο κλαίγεται. Πάψε να κλαίγεσαι! || Πήγε και του κλαύτηκε, παρακάλεσε για κτ. κατά τρόπο πιεστικό και όχι ιδιαίτερα αξιοπρεπή. 3. λυπάμαι, στενοχωριέμαι: α. για κτ. που χάθηκε οριστικά, χωρίς να αποδώσει αυτό που περίμενα: ~ τα νιάτα μου / τα χρήματά μου / τα λεφτά μου. ΦΡ κλαίει τη μοίρα του, για παθητική αντιμετώπιση μιας δύσκολης κατάστασης: Δεν κάνει τίποτε άλλο πα ρά κάθεται και κλαίει τη μοίρα του. β. για να εκφράσουμε τη συμπόνια μας ή τον οίκτο μας σε κπ. που θεωρούμε ότι βρίσκεται σε πολύ δύσκολη θέση, της οποίας προβλέπουμε τις δυσάρεστες συνέπειες: Σε ~ κακομοίρη μου! (έκφρ.) είναι να τον κλαις. εμένα κλάψε με τώρα! κλάψε με μάνα (μ΄) κλάψε με! κλάφ΄ τα (Xαράλαμπε)! ΦΡ είναι να τον κλαιν κι οι ρέγγες*. 4. για ροή δακρύων, ανεξάρτητα από πόνο ή δυσάρεστες συναισθηματικές καταστάσεις: Kλαίει καθώς καθαρίζει κρεμμύδια. Kλαίει το μάτι μου, δακρύζει από παθολογική αιτία. || Έκλαψα από τα γέλια, γέλασα πολύ. Έκλαψα από χαρά.

[αρχ. κλαίω (και ήδη μσν. κλαίγω με ανάπτ. μεσοφ. [γ] για αποφυγή της χασμ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες