Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κλίτος το [klítos] Ο46 : (αρχιτ.) καθένα από τα τρία ή πέντε, συνήθ. συμμετρικά, τμήματα στα οποία χωρίζεται κατά μήκος με κιονοστοιχίες μια βασιλική: Kεντρικό ~. || Εγκάρσιο ~, το κλίτος μπροστά από το ιερό το οποίο είναι κάθετο προς τα υπόλοιπα.
[λόγ. < ελνστ. κλίτος `πλαγιά, πλευρά΄ σημδ. γαλλ. nef latéral `πλευρικό κλίτος΄]
- κλιτός -ή -ό [klitós] Ε1 : για λέξεις που σχηματίζουν διάφορους τύπους, παρουσιάζονται δηλαδή στο λόγο με ποικίλες μορφές (αριθμός, πτώση, πρόσωπο, έγκλιση κτλ.): Tο άρθρο, το ουσιαστικό, το επίθετο, η αντωνυμία, το ρήμα και η μετοχή λέγονται κλιτά μέρη του λόγου.
[λόγ. < ελνστ. κλιτός `μεταβλητός΄ σημδ. γαλλ. déclinable]