Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κλίμακα η [klímaka] Ο28 : 1. (λόγ.) η σκάλα. 2α. αξιολογική κατάταξη πραγμάτων, εννοιών, αξιών κτλ. σε συνεχή σειρά: Bαθμολογική / μισθολογική / ασφαλιστική / ιεραρχική ~. Σ΄ όλη τη δημοσιοϋπαλληλική ~
Έφτασε στην κορυφή της κοινωνικής κλίμακας. β. (μουσ.) σειρά φθόγγων που προχωρεί σύμφωνα με ορισμένη διαδοχή σε ανιούσα ή κατιούσα σειρά: Ελάσσων / μείζων ~. Παίζω κλίμακες στο πιάνο. || (εκκλ. μουσ.) ορισμένη σειρά ύμνων. 3α. η σειρά υποδιαιρέσεων ενός οργάνου που μετρά φυσικά μεγέθη: Θερμομετρική ~. Σεισμική δόνηση πέντε βαθμών στην ~ Ρίχτερ / της κλίμακας Ρίχτερ. β. σε χάρτες, σχεδιαγράμματα κτλ., η σταθερή αναλογία που υπάρχει ανάμεσα στο πραγματικό μέγεθος και στο εικονιζόμενο σχέδιο και η οποία εκφράζεται με κλασματικό αριθμό ή γραφική παράσταση: Xάρτης της περιοχής σε ~ 1 προς 5.000 (1:5.000). (έκφρ.) (υπό) ~: Σχέδιο ενός κτιρίου υπό / σε ~, όχι σε φυσικό μέγεθος. γ. για αναφορά σε βαθμιαία επέκταση ως προς την έκταση, το μέγεθος κτλ. ή αντίθετα για αναφορά σε βαθμιαία συρρίκνω ση: Έργα μεγάλης / μικρής κλίμακας. H είδηση έγινε ταχύτατα γνωστή σε ευρεία ~. (έκφρ.) σε παγκόσμια* / σε πανελλήνια* / σε πανελλαδική* / σε πανευρωπαϊκή* ~.
[λόγ.: 1: αρχ. κλῖμαξ, αιτ. -ακα· 2α, 3: σημδ. γαλλ. échelle· 2β: σημδ. ιταλ. scala]