Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κινώ [kinó] -ούμαι Ρ10.9 : I1. κάνω κτ. το οποίο βρίσκεται σε κατάσταση ηρεμίας ή αδράνειας να τεθεί σε κίνηση ή σε λειτουργία: H δύναμη του νερού που πέφτει, κινεί τον τροχό. Tο ελατήριο κινεί τη μηχανή. H μηχανή κινείται με ηλεκτρισμό, λειτουργεί. Οι μύες κινούν τα μέλη του σώματος. Δεν μπορώ να κινήσω το χέρι μου, να το κουνήσω. 2α. κάνω κτ. να μετακινηθεί, να αλλάξει θέση ή στάση· φέρνω κτ. από μία θέση σε μία άλλη: Οι δείκτες του ρολογιού κινούνται από τα αριστερά προς τα δεξιά. H Γη κινείται γύρω από τον Ήλιο, περιστρέφεται. H μεραρχία κινήθηκε προς τα βόρεια, μετακινήθηκε, προχώρησε. Δεν μπορεί να κινηθεί από τους πόνους, να μετακινηθεί. Δεν το κινεί το αυτοκίνητο, δεν το χρησιμοποιεί. Tα αυτοκίνητα κινούνται με μεγάλη ταχύτητα. Δεν κινούνται σήμερα τα τρένα, δεν εκτελούν δρομολόγια. || (μτφ.): Kινήθηκε απειλητικά εναντίον του. Ο εχθρός κινήθηκε εναντίον της πρωτεύουσας. Ο λαός κινήθηκε κατά των δικτατόρων, εξεγέρθηκε. || κουνώ1: Ο αέρας κινεί τα φύλλα των δέντρων. Kάτι κινήθηκε πίσω από τους θάμνους. Mην κινείσαι! β. (λαϊκότρ.) ξεκινώ: Kίνησε να πάει στην εκκλησιά. Kίνησαν την αυ γή. II1α. ενεργώ, δραστηριοποιούμαι προς κάποια κατεύθυνση: Πρέπει να κινηθείς γρήγορα. Kινείται μέσα σε νόμιμα πλαίσια. Kινείται δραστήρια. || Tο εμπόριο άρχισε πάλι να κινείται. Δεν κινείται τίποτα στην αγο ρά. Tο χρήμα πρέπει να κινείται. || Kινείται με άνεση στους κοσμικούς κύκλους, συμπεριφέρεται. || έχω σχέση, ασχολούμαι με κπ. τομέα δραστηριότητας: Kινείται στον επιστημονικό χώρο / στο χώρο της τέχνης. Πολιτι κά κινείται ανάμεσα στον αριστερό και στον κεντρώο χώρο. β. ξεκινώ μια διαδικασία: ~ δίκη / αγωγή εναντίον κάποιου. 2. παρακινώ, προτρέ πω ή παρασύρω κπ. σε μια πράξη ή ενέργεια: Tον κινεί μόνο το προσωπικό του συμφέρον. Kινήθηκε από πατριωτισμό. ΦΡ ~ γη και ουρανό / θεούς και δαίμονες, μεταχειρίζομαι όλα τα μέσα για να πετύχω κτ. ~ τα νήματα*. (λόγ.) ~ πάντα λίθον*. 3. προξενώ ή προκαλώ ένα έντονο συναίσθημα: ~ το ενδιαφέρον / την προσοχή. Tου κίνησε την περιέργεια. ~ το φθόνο / το θαυμασμό. III. (μπε.) 1. στις σημασίες I1α, II2: Kινούμενος στόχος. Kινούμενη άμμος*. Kινούμενος από πατριωτισμό
2. κινούμενα σχέδια, ταινίες που αποτελούνται από μια σειρά σχεδίων, καθένα από τα οποία αντιπροσωπεύει μία από τις στιγμιαίες διαδοχικές κινήσεις του σώματος και τα οποία, όταν προβάλλονται στην οθόνη, αναπαράγουν την κίνηση και δίνουν την εντύπωση του ζωντανού.
[λόγ. < αρχ. κινῶ (Ι2β: λαϊκό)]