Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κινίνο το [kiníno] Ο41 : χαπάκι από κινίνη.
[ιταλ. chinina θηλ. εν. που θεωρήθηκε ουδ. πληθ. (από γλ. των Ινδιάνων της Aμερικής)]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[ιταλ. chinina θηλ. εν. που θεωρήθηκε ουδ. πληθ. (από γλ. των Ινδιάνων της Aμερικής)]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |