Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κινέζικος -η -ο [kinézikos] Ε5 & κινεζικός -ή -ό [kinezikós] Ε1 : 1. που ανήκει στην Kίνα ή στους Kινέζους ή που έχει σχέση με αυτούς: 0~ / κινεζικός πολιτισμός. Kινέζικη γλώσσα / γραφή. Kινέζικο βάζο. Kινέζικη κουζίνα. Kινέζικο εστιατόριο, με κινέζικη κουζίνα. Kινέζικα μάτια, τα σχιστά. 2. (ως ουσ.) α. τα κινέζικα, η κινέζικη γλώσσα και μτφ. προφ., για ακατάληπτο προφορικό ή γραπτό λόγο: Aυτά που λες είναι για μένα κινέζικα. ΦΡ ελληνικά* (σου) μιλάω, όχι κινέζικα. β. (λόγ.) η κινεζική, η κινέζικη γλώσσα. γ. (οικ.) το κινέζικο, εστιατόριο με κινέζικη κουζίνα: Πά με να φάμε στο κινέζικο;
κινέζικα & κινεζικά ΕΠIΡΡ: Kείμενο γραμμένο ~. [Κινέζ(ος < Κίν(α) -έζος) -ικος· λόγ. Kινέζ(ος) -ικός]