Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κιθάρα η [kiθára] Ο25 : εξάχορδο μουσικό όργανο με ξύλινο ηχείο, επίπεδο στη ράχη και με βραχίονα που καταλήγει σε κεφαλή με κλειδιά, το οποίο παίζεται με τα δάχτυλα: Παίζω ~. Συνοδεύω κπ. με την ~. Έργα για ~. Δωδεκάχορδη ~. Kλασική ~. Aκουστική ~. Hλεκτρική ~.
[λόγ. < αρχ. κιθάρα `μικρή άρπα με ξύλινο ηχείο΄ με αλλ. της σημ. κατά το ιταλ. chitarra < αραβ. qîtâra (στη νέα σημ.) < λατ. cithara < αρχ. κιθάρα]