Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κητώδης
1 εγγραφή
κητώδης -ης -ες [kitóδis] Ε11 : που μοιάζει με κήτος· κητοειδής. || (ως ουσ.) τα κητώδη, τάξη μεγαλόσωμων υδρόβιων θηλαστικών· κητοειδή.

[λόγ. < αρχ. κητώδης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες