Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κηπουρικός
1 εγγραφή
κηπουρικός -ή -ό [kipurikós] Ε1 : που αναφέρεται, που έχει σχέση με την εργασία του κηπουρού: Kηπουρικά εργαλεία. || (ως ουσ.) η κηπουρική, η ενασχόληση με την καλλιέργεια του κήπου.

[λόγ. < αρχ. κηπουρικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες