Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κηδεία η [
iδía] Ο25 : η τελετή της εκφοράς και της ταφής του νεκρού: Επίσημη ~. ~ δημοσία δαπάνη*. Γραφείο* κηδειών. H ~ θα γίνει στο A' Nεκροταφείο. || (προφ.): Είχανε ~ στο σπίτι, για μεγάλη στενοχώρια. [λόγ. < ελνστ. κηδεία, αρχ. σημ.: `συγγένεια από γάμο΄ (κατά τη σημ. του κηδεύω)]