Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κεφαλαιώδης -ης -ες [kefaleóδis] Ε11 : που είναι βασικός, θεμελιώδης, κυρίως με το ουσιαστικό σημασία: Tο ζήτημα έχει κεφαλαιώδη σημασία / είναι κεφαλαιώδους σημασίας.
[λόγ. < ελνστ. κεφαλαιώδης]